επιθετικότητα

επιθετικότητα
Ψυχική κατάσταση, την οποία χαρακτηρίζουν αισθήματα εχθρότητας προς ζωντανά όντα ή αντικείμενα στα οποία επιθυμεί το άτομο να προκαλέσει μια οποιαδήποτε καταστροφή. Κατά τον Φρόιντ, που τη θεωρεί εκδήλωση του ενστίκτου θανάτου, η ε. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες προσαρμογής στην πραγματικότητα και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του υπερεγώ. Ο Άντλερ αποδίδει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στην ε.· την ονομάζει επιθυμία κυριαρχίας και τη θεωρεί αντιστάθμισμα των αισθημάτων κατωτερότητας. Η πιο σημαντική πειραματική συμβολή έγινε από τον Ντόλαρντ και τους συνεργάτες του (Yale groupe), ο οποίος διατυπώνει την υπόθεση ότι κάθε στέρηση οδηγεί σε κάποια μορφή ε. Η υπόθεση αυτή τροποποιήθηκε κατόπιν με την έννοια ότι η ε. μπορεί να εκδηλωθεί ξεκάθαρα ή ακόμα ως τάση· στην τελευταία αυτή περίπτωση η επιθετική αντίδραση παρεμποδίζεται από τον φόβο της εκδίκησης από μέρους του προσώπου που εξαπολύει μια κατηγορία ή προσβολή, όπως, για παράδειγμα, η στάση ενός οδηγού που διαφωνεί με τον αστυνομικό για μια παραβίαση των κανονισμών. Σε μια σύγχρονη αστική κοινωνία, όπου δεν γίνονται παραδεκτές βίαιες εκδηλώσεις ε., η ε. μπορεί να εκδηλωθεί στην καθημερινή ζωή με διάφορες μορφές που ξεκινούν από την ειρωνεία και φτάνουν έως την εχθρική στάση ή το λεγόμενο πνεύμα αντιλογίας. Για τους ίδιους λόγους, η ε. μπορεί να μεταμορφωθεί σε πολύπλοκες εκδηλώσεις που την κάνουν αγνώριστη. Στη βάση μιας υπερβολικής ευγένειας, για παράδειγμα, βρίσκονται μη συνειδητά αισθήματα έντονης εχθρότητας.
* * *
η [επιθετικός]
επιθετική διάθεση, τάση για επίθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιθετικότητα — η διάθεση για επίθεση, επιθετική στάση, προκλητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • μαζοχισμός — (masochism). Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των διαστροφών, κατά την οποία αυτός που πάσχει, ικανοποιείται με το να υποφέρει. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (Leopold von Sacher Masoch, 1836 1895), ο… …   Dictionary of Greek

  • παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • σφύραινα — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”